- ἄσπρους
- ἄσπροςaspermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
TETARTERON — et contracte Tartaron, apud Alb. Aquensem, Imperator de moneta, quae dicitur Tartaron, modium unum exercitui illius erogavit, l. 1. c. 16. aliosque Rerum Hierosol. Scriptores, monetae nomen est Byzantiae, quam Graeci τεταρτηρὸν vocavêre, uti… … Hofmann J. Lexicon universale
λαυριονίτης — Ορυκτό που αποτελεί βασικό χλωριούχο άλας του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο Pb(OH)Cl και αποτελείται από μικρούς άσπρους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται κυρίως στον όρμο Βρυσάκια του Λαυρίου και δημιουργήθηκε με την επίδραση … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… … Dictionary of Greek
αμαζονίτης — Ορυκτό γνωστό και με τα ονόματα αμαζόνιος ή αμαζόνων λίθος. Ο α. χαρακτηρίζεται από ωραίο πράσινο χρώμα, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τo χρώμα του μπορεί να μεταπέσει ελαφρά προς το μπλε, άλλοτε πάλι… … Dictionary of Greek
ιουράσιο — Η μεσαία από τις τρεις διαπλάσεις στρωμάτων στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων. Ονομάζεται και ιουρασική διάπλαση. Η ονομασία της προέρχεται από το ορεινό συγκρότημα του Ιούρα της νότιας Γερμανίας και της Ελβετίας, στην… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… … Dictionary of Greek